- κιτρονελλόλη
- ηχημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή παρασκευάζεται συνθετικά με την αναγωγή τής κιτρονελλάλης ή τής γερανιόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. citronellol].
Dictionary of Greek. 2013.